σμπαράλια

σμπαράλια
τα осколки; обломки;

τα κάνω σμπαράλια — разбивать вдребезги


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σμπαράλια" в других словарях:

  • σμπαράλια — τα, Ν 1. τρίμματα, θρύψαλα («έπεσε κάτω το ποτήρι και έγινε σμπαράλια») 2. φρ. «γίνομαι σμπαράλια» διαλύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbaraglio «σκόρπισμα, άτακτη φυγή, καταστροφή»] …   Dictionary of Greek

  • σμπαράλια — τα (λ. ιταλ.), θρύψαλα, κομμάτια: Τα έκανε όλα σμπαράλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σμπαραλιάζω — Ν 1. μεταβάλλω σε σμπαράλια, σε συντρίμμια, καταθρυμματίζω 2. (κυριολ. και μτφ.) γίνομαι σμπαράλια, διαλύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbaragliare (βλ. και σμπαράλια)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»